- προλεσχος
- πρόλεσχοςπρό-λεσχος2слишком бойкий на язык, словоохотливый
(μέ π. μηδ΄ ἐφολκὸς ἐν λόγῳ Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(μέ π. μηδ΄ ἐφολκὸς ἐν λόγῳ Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πρόλεσχος — forward in talk masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόλεσχος — ον, Α (ποιητ. τ.) ο έτοιμος για φλυαρία, ο πρόθυμος για κουβέντα («καὶ μὴ πρόλεσχος μηδ ἐφολκὸς ἐν λόγῳ γένῃ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λεσχος (< λέσχη «λόγος, φλυαρία»), πρβλ. ἔλ λεσχος] … Dictionary of Greek
λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην … Dictionary of Greek